ξενηλατώ

ξενηλατώ
(Α ξενηλατῶ, -έω)
εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώρα («ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῡνται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλατῶ (< -ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λε-ηλατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξενηλατώ — ξενηλάτησα, διώχνω, απομακρύνω ή απαγορεύω την είσοδο ξένων στη χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξενηλάτης — ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ] …   Dictionary of Greek

  • ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”